Τα Τσιφλίκια

Τσιφλίκια: Μεγάλες ιδιοκτησίες γης στην Οθωμανική αυτοκρατορία που ανήκαν σε ένα πρόσωπο. Περιλάμβαναν χωριά και καλλιεργήσιμες γαίες, τις οποίες καλλιεργούσαν υποχρεωτικά προς όφελος του ιδιοκτήτη αγρότες που κατοικούσαν στην περιοχή των τσιφλικιών. Αυτοί ονομάζονταν κολίγοι, δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη γενέθλια γη, είχαν την υποχρέωση να δίνουν στον ιδιοκτήτη ένα ποσοστό από τα προϊόντα που παρήγαγαν και να του παρέχουν διάφορες υπηρεσίες χωρίς πληρωμή.
«Στις 25 Μαρτίου 1871 η κυβέρνηση Κουμουνδούρου δημοσιεύει το νόμο “περί διανομής και διαθέσεως της εθνικής γης”, που για πρώτη φορά από την εποχή της Ανεξαρτησίας θέτει το πρόβλημα της απόδοσης των πρώην τουρκικών τσιφλικιών στους ακτήμονες γεωργούς. Η εκτέλεση του νόμου ανατίθεται στους δήμους, η δε πληρωμή των αγρών καθορίζεται σε 26 ετήσιες δόσεις, με χρεολύσιο 3% και τόκο 2%. Η τιμή ορίστηκε σε 59 δραχμές το στρέμμα κατά μέσο όρο, ποσό τεράστιο τότε για το βαλάντιο των φτωχών αγροτών. Ο κλήρος καθορίστηκε σε 40 στρέμματα ποτιστικά κατ’ ανώτατο όριο ή 80 ξερικά κατά τη γεωργική οικογένεια.
Ο νόμος αυτός, σε τελευταία ανάλυση, ήταν, δυσμενής για τους αγρότες. Κανένας δεν μπόρεσε ν’ αγοράσει περισσότερα από επτά στρέμματα κατά μέσο όρο, ενώ οι παλιοί κάτοικοι της γης, οι γνωστοί τσιφλικάδες, πρόσθεσαν νέες εκτάσεις στα κτήματά τους.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ο τύπος του νεοέλληνα κτηματία, ο οποίος δυνάστευε και δυναστεύει ακόμα την οικονομία της χώρας, με την τοκογλυφία σε βάρος των φτωχών καλλιεργητών και με την πολιτική καταπίεση. Αυτονόητο πως ο νόμος του Κουμουνδούρου δεν έθιξε τη μεγάλη ιδιοκτησία των παλιών τζακιών, ούτε τα μοναστηριακά κτήματα, τα οποία, κατά πρόχειρο υπολογισμό της εποχής, ξεπερνούσαν το καθένα τα 1.000 στρέμματα.
Παράλληλα δημιουργείται στην ύπαιθρο ένα νέο αγροτικό στρώμα, παρακλάδι της αγροτικής τάξης, το στρώμα των μικροκαλλιεργητών. Η ιδιοκτησία τους δεν υπερβαίνει τις περισσότερες φορές το ένα στρέμμα και η παραγωγή τους δεν φτάνει ούτε για τη διατροφή της οικογένειάς τους. Έτσι αναγκάζονται συνήθως να εργαστούν ως αγροτικοί εργάτες στα τσιφλίκια ή να εξαρτώνται από τον τοκογλύφο και τον κομματάρχη της υπαίθρου, στον οποίο ήταν πολιτικά υποδουλωμένοι κατά φυσική επέκταση της σιδηράς οικονομικής τους δουλείας».
(Τάσου Βουρνά, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, σελ. 446-7)
Κατά την Οθωνική περίοδο το κράτος προώθησε την αποκατάσταση των προσφύγων με νομοθετικές ρυθμίσεις που προέβλεπαν την ίδρυση προσφυγικών συνοικισμών με κριτήριο τον τόπο καταγωγής, καθώς και την οικονομική ενίσχυσή τους. ο νόμος ΡΙΔ΄ του 1848, που ρυθμίζει συγκεκριμένα προβλήματα και εκκρεμότητες σχετικά με την αποκατάσταση των Κρητών προσφύγων στους συνοικισμούς Μινώας (περιοχή Αργολίδας), Μεθώνης (περιοχή Μεσσηνίας) και Μήλου. Αρχικά, μνημονεύεται η προηγούμενη σχετική νομοθεσία, δηλ. το ΚΔ΄ ψήφισμα του
Κυβερνήτη της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια (Μάρτιος 1831) και των δύο Βασιλικών Διαταγμάτων του Οκτωβρίου του 1834, η οποία προέβλεπε την εγκατάσταση και την παραχώρηση γαιών σε Κρήτες πρόσφυγες στις περιοχές Μινώας και Μεθώνης, στοιχείο που αναδεικνύει τη συνεχή μέριμνα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους για το προσφυγικό πρόβλημα. Ο νόμος του 1848 διασφαλίζει στις παραπάνω περιπτώσεις τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των προσφύγων επί των παραχωρημένων εκτάσεων, προβλέποντας την παραχώρηση επίσημων τίτλων ιδιοκτησίας στους δικαιούχους, ενέργεια που υποδηλώνει την πρόθεση του κράτους όχι μόνο να κατοχυρώσει νομικά την ακίνητη περιουσία των προσφύγων, αλλά και να
μονιμοποιήσει την εγκατάστασή τους στις συγκεκριμένες περιοχές. Καθορίζει ακόμα την παραχώρηση εκτάσεων γης σε όσους δεν είχαν πάρει κτήματα από τις προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, ανάλογα με τον αριθμό των μελών κάθε οικογένειας (30-35 στρέμματα). Οι εκτάσεις αυτές προέρχονται από εδάφη που είχαν παραχωρηθεί από την προγενέστερη σχετική νομοθεσία και είχαν εγκαταλειφθεί από τους δικαιούχους ή είχαν καταπατηθεί από άλλους πρόσφυγες. Σε περίπτωση που οι εκτάσεις αυτές δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών, ο νομοθέτης προβλέπει την παραχώρηση εθνικών κτημάτων (με κάποιες επιφυλάξεις που πιθανόν σχετιζόταν με τα δικαιώματα που είχαν επί αυτών των κτημάτων οι ακτήμονες καλλιεργητές τους) ή, στην περίπτωση της Μήλου και της Μινώας, όπου δεν υπήρχαν διαθέσιμες εθνικές γαίες, την παραχώρηση μοναστηριακών εκτάσεων,
για τις οποίες το κράτος αναλαμβάνει να αποζημιώσει το εκκλησιαστικό ταμείο. Επιπλέον, στους νεοεγκατασταθέντες πρόσφυγες των συνοικισμών Μήλου και Μινώας το κράτος αναλαμβάνει να παραχωρήσει ένα μικρό οίκημα συγκεκριμένης χρηματικής αξίας («…οικίσκος αξίας όχι ανωτέρας των 300 δραχμών…») , και να τους εφοδιάσει με ένα βόδι και με τα απαραίτητα γεωργικά εργαλεία. Τόσο η παραχώρηση γης όσο και η παραχώρηση γεωργικών εργαλείων και ζώων χρήσιμων στις αγροτικές εργασίες, στόχευε προφανώς στην οικονομική και επαγγελματική αποκατάσταση των Κρητών προσφύγων μέσω της γεωργίας.
Συμπερασματικά η παραπάνω νομοθετική ρύθμιση αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε η πολιτεία στην αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος κατά την Οθωνική περίοδο, καθώς και την πρόθεση της για ομαλή ένταξη των προσφύγων στην ελληνική κοινωνική και οικονομική ζωή, με απώτερη επιδίωξη την ενίσχυση της εθνικής συνοχής.
Το 1906 μετά την αποτυχία του στις εκλογές στην Κεφαλονιά (ως βουλευτής Κρανιάς) φτάνει ο Μαρίνος Αντύπας στη Θεσσαλία και διευθύνει τα κτήματα του θείου του Γ. Σκιαδαρέση. Εκεί, αγωνίζεται για τα δικαιώματα των εξαθλιωμένων αγροτών της Θεσσαλίας. Οι ενέργειές του προκαλούν το μίσος των τσιφλικάδων, που προσπαθούν να τον εκμηδενίσουν. Ο Μ. Αντύπας διατρέχει τα χωριά του Θεσσαλικού κάμπου και κινητοποιεί τους αγρότες για τα δίκαιά τους, με αποκορύφωμα το συλλαλητήριο στο Λασποχώρι αρχές του 1907. Οι τσιφλικάδες της Θεσσαλίας, βλέποντας πως με κανένα μέσο δεν μπορούν να τον κάμψουν, αποφασίζουν τη δολοφονία του στις 8 Μαρτίου 1907 στον Πυργετό της Λάρισας. Ηθικός αυτουργός, ο Ιω. Κυριακός. Οι τελευταίες λέξεις του Μαρίνου Αντύπα ήταν: "Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία". Η δολοφονία του προκαλεί λαϊκές εκδηλώσεις και αντιδράσεις σε όλη την Ελλάδα.
Η συρροή των προσφύγων το 1922 επιτάχυνε την πορεία της απαλλοτρίωσης και της αναδιανομής της μεγάλης γαιοκτησίας, μιας διαδικασίας που είχε αναγγελθεί από το Βενιζέλο τη δεκαετία του 1920. Έτσι αν και η αγροτική μεταρρύθμιση, δηλαδή η απαλλοτρίωση των μεγάλων αγροκτημάτων υπέρ των ακτημόνων καλλιεργητών, αναγγέλθηκε από την επαναστατική κυβέρνηση Βενιζέλου το 1917, εντούτοις το 1929 δεν είχαν διανεμηθεί πολλά τσιφλίκια. ΄Όμως η κρίσιμη κατάσταση που διαμορφώθηκε τη συρροή των προσφύγων επέφερε την επιτάχυνση των διαδικασιών για την απαλλοτρίωση και τη διανομή του 1932.
Στην διανομή της γης το 1932 απαλλοτριώθηκε και το κτήμα «ΝΤΑΟΥΚΛΗ» και διανεμήθηκε σε ακτήμονες αγρότες των γύρω χωριών.
Η απόκτηση ιδιόκτητης γης (από τα πρώην τσιφλίκια) μετέβαλε τις μέχρι τότε ισχύουσες δομές της εγγείου ιδιοκτησίας, αλλά δεν ανανέωσε τις δομές της αγροτικής παραγωγής προς μία κατεύθυνση, η οποία θα ευνοούσε την όποια «καπιταλιστική ανάπτυξη».

Post a Comment

Προσθέστε το σχόλιό σας!
Τα σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο θα διαγράφονται.

Νεότερη Παλαιότερη